Χηλοειδή

Τι είναι τα Χηλοειδή

Τα χηλοειδή είναι υπερπλασίες του δέρματος που αναπτύσσονται με περίσσεια εξωκυττάριας ουσίας και εμφανίζονται σε σημεία όπου έχει προηγηθεί τραύμα. Τα χηλοειδή, κατ’ ουσίαν, δημιουργούνται από αντιδραστική υπερβολική ανάπτυξη σκληρού συνδετικού ιστού κατόπιν εγκαύματος, έντονης ακμής ή τρυπήματος του λοβού των αυτιών.

Παρουσιάζονται με τη μορφή ροζ, σκληρών στην πίεση οζιδίων με σαφή όρια ή εμφανίζονται σαν πλάκες με ασαφή όρια. Αρκετές φορές, τα χηλοειδή είναι επώδυνα και δυσμορφικά, ενώ δεν αποκλείεται να έχουν υποστεί και υπερμελάγχρωση. Συχνά, διαταράσσεται η ανατομία της περιοχής, εξαιτίας της ανάπτυξης χηλοειδών. Εν αντιθέσει με άλλες μορφές ουλών, τα χηλοειδή εκτείνονται και πέρα από τα όρια του τραυματισμού και δεν υποχωρούν. Με την πάροδο του χρόνου, μάλιστα, αυξάνεται ολοένα και περισσότερο το μέγεθος τους.

Χηλοειδής ουλή

Ποιοι κυρίως εμφανίζουν Χηλοειδή

Τα χηλοειδή εμφανίζονται συχνότερα στις γυναίκες σε αντίθεση με τους άνδρες και συνήθως πριν από την ηλικία των 30 ετών. Πιο συγκεκριμένα, προσβάλλουν κυρίως νέους και εφήβους, ενώ αναπτύσσονται σπάνια σε ηλικιωμένους και πολύ μικρά παιδιά.

Οι γυναίκες, μάλιστα, που διανύουν περίοδο εγκυμοσύνης καθίστανται περισσότερο ευάλωτες στα χηλοειδή, ειδικότερα όταν έχουν κάνει καισαρική τομή. Ταυτόχρονα, άνθρωποι με σκουρόχρωμη επιδερμίδα και άτομα ασιατικής και αφρικανικής φυλής εμφανίζουν μεγαλύτερες πιθανότητες ανάπτυξης χηλοειδών.

Συμπτώματα Χηλοειδών

Τα χηλοειδή εμφανίζονται, αρχικά, ως μια ροζ χρώματος επηρμένη ουλή σε διάστημα ενός μηνός, έπειτα από τον τραυματισμό. Αφού παρέλθουν, ωστόσο, κάποιοι μήνες, αποκτούν τη μορφή σκληρής στιλπνής και λείας πλάκας, η οποία πολλές φορές χαρακτηρίζεται και από αυξημένο όγκο. Σε αυτό ακριβώς το σημείο διαφέρουν τα χηλοειδή από τις υπετροφικές ουλές. Τα χηλοειδή εξελίσσονται για αρκετούς μήνες, ενώ δεν αποκλείεται ένα χηλοειδές που παρέμενε στάσιμο να ενεργοποιηθεί έπειτα από χρονικό διάστημα μηνών ή ακόμα και ετών.

Συνήθως, εμφανίζονται στο άνω μέρος της ράχης και του θώρακα, στο λαιμό, στους ώμους, στο σαγόνι, στις κνήμες, στους λοβούς των αυτιών και πολλές φορές συνοδεύονται από αίσθημα καύσου, πόνο ή κνησμό. Ο κνησμός, ειδικότερα, αποτελεί μία ένδειξη, η οποία βοηθάει τους ασθενείς να αντιληφθούν ότι αυξάνεται το μέγεθος των χηλοειδών.

Αιτιολογικοί παράγοντες δημιουργίας Χηλοειδών

Η δημιουργία των χηλοειδών είναι αγνώστου αιτιολογίας, εντούτοις είναι πιθανόν το ενδεχόμενο ύπαρξης κληρονομικής προδιάθεσης. Μπορεί, επίσης οι αιτίες εμφάνισης των χηλοειδών να οφείλονται σε ενδοκρινικούς παράγοντες.

Η εμφάνιση των χηλοειδών πυροδοτείται από την υπερβολική ανάπτυξη πυκνού ινώδους ιστού. Τα χηλοειδή είναι απόρροια της μη ελεγχόμενης σύνθεσης γλυκοζαμινογλυκάνης και χοριακού κολλαγόνου σε σημεία του σώματος όπου έχει προηγηθεί κάποιος τραυματισμός. Πρόκειται για αντίδραση του συνδετικού ιστού σε τραύμα, όπως για παράδειγμα το τρύπημα των αυτιών, η δερματοστιξία, μία μικρή επέμβαση ή η είσφρυση τρίχας.

Όταν παράγεται σε υπερβολικό βαθμό ο μεταμορφωτικός αυξητικός παράγοντας β1, ο οποίος είναι ένας χημικός παράγοντας των κυττάρων, τότε αναπτύσσονται τα χηλοειδή. Κάθε κύτταρο στον οργανισμό παράγει TGF-β1, η δράση του οποίου εντοπίζεται στη διαφοροποίηση των κυττάρων, στην αγγειογένεση και στην επούλωση. Αυτό, λοιπόν, απελευθερώνεται από τα αιμοπετάλια στο σημείο όπου εντοπίζεται το τραύμα.

Θεωρείται αναγκαία παράμετρος, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η διαδικασία της επούλωσης, παρά ταύτα η υπερβολική παραγωγή του έχει ως συνέπεια την αύξηση της εναπόθεσης ινώδους ιστού και την υπερπλασία του δέρματος. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι δεν υπάρχει καμία συσχέτιση μεταξύ των χηλοειδών και του καρκίνου, όπως εσφαλμένα πιστεύεται από κάποιους.

Τα γονίδια μας «μιλάνε» – Γενετικά Τεστ 

Τα γονίδια μας «μιλάνε». Ακόμη και το αν θα εμφανίσουμε Χηλοειδή αποτυπώνεται στα γονίδια μας. Πλέον, χάρη στην αποκωδικοποίηση του DNA, έχει κατανοηθεί τόσο η κληρονόμηση κάποιων χαρακτηριστικών και νόσων, όσο και οι μηχανισμοί έκφρασης των νοσημάτων και αξιολογούνται δεδομένα που παρέχονται μέσω της μέτρησης της έκφρασης των γονιδίων μας.

Σε κάθε πλήρες Skin Panel, αναλύονται 2437 πολυμορφισμοί (SNPs), 860 γονίδια και 136 παθήσεις, σχετιζόμενες με τα Δερματολογικά Νοσήματα και τη γήρανση του δέρματος.

Η ανάλυση πραγματοποιείται με δείγμα σάλιου και διενεργείται μία φορά στη ζωή του ατόμου. Με γνώμονα τα δεδομένα της γενετικής ανάλυσης, μπορεί να προταθεί Αυστηρά Εξατομικευμένη Θεραπευτική Αγωγή (Ιατρική Ακριβείας), σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες Ιατρικές Ειδικότητες. Η Αγωγή αυτή μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη, αλλά και στους μηχανισμούς έκφρασης των Δερματικών Νοσημάτων.

Θεραπευτικές μέθοδοι για τα Χηλοειδή

Η θεραπεία των χηλοειδών είναι μία επίπονη διαδικασία που χρειάζεται χρόνο και υπομονή, διότι αυτά εκ φύσεως χρήζουν ιδιαίτερης αντιμετώπισης, αφού δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να επανεμφανιστούν. Τα χηλοειδή μπορούν να αφαιρεθούν μέσω χειρουργικής εκτομής, όμως υποτροπιάζουν κατόπιν χειρουργικής απόπειρας αφαίρεσης τους.

Η θεραπεία των χηλοειδών διενεργείται με σκοπό να μειωθεί ο όγκος των αλλοιώσεων του δέρματος. Η επιτυχία της καθορίζεται από τον τύπο της επιδερμίδας, την έκταση της βλάβης. Το σημείο όπου αυτή εντοπίζεται και από πολλούς ακόμα παράγοντες. Όσο λιγότερο έχει επεκταθεί η βλάβη, τόσο περισσότερο ενισχύονται οι πιθανότητες επιτυχούς θεραπείας.

Οι συνήθεις θεραπευτικές μέθοδοι αντιμετώπισης των χηλοειδών αφορούν ενέσεις κορτικοειδών στον όγκο του χηλοειδούς. Εγχύσεις κορτιζόνης στην προσβεβλημένη περιοχή και συμπεριλαμβάνουν φαρμακευτικές θεραπείες και αλοιφές.  Η κρυοχειρουργική αποτελεί έναν επιπλέον τρόπο εξάλειψης των χηλοειδών. Τα μειονεκτήματα των συγκεκριμένων μεθόδων συνίστανται στο γεγονός ότι μπορεί να προκαλέσουν ανεπιθύμητες ενέργειες στον ανθρώπινο οργανισμό. Δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο επανεμφάνισης των χηλοειδών.

Μία αποτελεσματική μέθοδος αφαίρεσης των χηλοειδών αποτελεί η σύγχρονης μέθοδος του Fractional Laser. Η θεραπεία με Fractional Laser διαφοροποιείται ως προς το εξής: : Η ακτίνα του Laser κατακερματίζεται σε πολλές, πολύ μικρότερης διαμέτρου ακτίνες, μεταξύ των οποίων εμφανίζεται κενό. Το δέρμα εν τέλει υφίσταται πολύ μικρότερη βλάβη από κάθε μικροσκοπική ακτίνα laser τόσο ξεχωριστά, όσο και συνολικά. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι ένα ποσοστό 10-20% της επιφάνειας του δέρματος αλληλεπιδρά με το laser, ενώ το παρακείμενο δέρμα παραμένει ανέπαφο.