Χλαμύδια

Χλαμύδια

 

Τα χλαμύδια αποτελούν το πιο συχνό σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα. Εμφανίζονται συνήθως σε άτομα νεαρής ηλικίας, με έντονη σεξουαλική ζωή και προκαλείται από το βακτηρίδιο Chlamydia trachomatis, το οποίο έχει την τάση να πολλαπλασιάζεται μέσα στα κύτταρα του οργανισμού που επηρεάζει. Εκτιμάται ότι έχει χρόνο επώασης 5-20 μέρες.

 

Τρόποι μετάδοσης

 

Η σεξουαλική επαφή με ένα μολυσμένο άτομο ευνοεί την εξάπλωση των χλαμυδιών, ειδικότερα το κολπικό και πρωκτικό σεξ. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να μεταδοθούν και μέσω των χεριών, όταν αυτά έρθουν σε επαφή με τα γεννητικά όργανα. Επίσης, μπορεί να μεταδοθεί από τη μητέρα στο νεογνό κατά τη διάρκεια του φυσιολογικού τοκετού, με επακόλουθο τη μόλυνση των ματιών ή την πνευμονία.

 

Κλινικά χαρακτηριστικά

 

Το 75% των γυναικών και το 65% των ανδρών με χλαμύδια δεν εμφανίζουν κανένα σύμπτωμα. Πολλοί άνδρες ή γυναίκες ανακαλύπτουν ότι έχουν χλαμύδια μόνο επειδή οι σύντροφοί τους διαγνώστηκαν με τη συγκεκριμένη νόσο ή επειδή εμφάνισαν προβλήματα γονιμότητας.

 

Ωστόσο, εάν εκδηλωθούν κλινικά σημεία, αυτά παρουσιάζονται μέσα σε 7-21 μέρες και συνήθως περιλαμβάνουν τις εκκρίσεις από τον κόλπο ή το πέος και την αίσθηση καύσου ή έντονο πόνο κατά την ούρηση. Μπορεί, παράλληλα, να προκληθεί κολπική αιμορραγία και ανάγκη για επιτακτική ούρηση, τα οποία είναι χαρακτηριστικά συμπτώματα της ουρολοίμωξης.

 

Στους άνδρες, τα χλαμύδια εντοπίζονται στο σπέρμα ή σε ουρηθρικό υγρό. Όσοι εκδηλώσουν συμπτώματα, αισθάνονται πόνο ή κάψιμο κατά τη διάρκεια της ούρησης. Παρατηρούνται, επίσης, άσπρες ή κιτρινωπές εκκρίσεις από το πέος, διογκώνονται οι  όρχεις και σε αρκετές περιπτώσεις εμφανίζεται πυρετός.

 

Επιπλοκές                                        

                                          

Οι επιπτώσεις της νόσου είναι περισσότερο δυσάρεστες για τις γυναίκες σε αντιπαραβολή με τους άνδρες. Η λοίμωξη, αν δε θεραπευτεί άμεσα, μπορεί να προκαλέσει ισχυρή φλεγμονώδη αντίδραση και να οδηγήσει σε υπογονιμότητα ή σε επικίνδυνη εξωμήτρια κύηση.

 

Θεραπευτικές προσεγγίσεις για τα Χλαμύδια

 

Τα χλαμύδια μπορούν να θεραπευτούν εύκολα με την κατάλληλη τοπική ή  αντιβιοτική θεραπεία. Η αζιθρομυκίνη, η δοξυκυκλίνη και οι τετρακυκλίνες είναι τα βασικά αντιβιοτικά που συνήθως χορηγούνται για την αντιμετώπιση της λοίμωξης από χλαμύδια. Άλλα φάρμακα που ενδείκνυνται είναι η ερυθρομυκίνη ή η οφλοξασίνη.

 

Χρειάζεται να επισημανθεί ότι όταν ένας εκ των δύο σεξουαλικών συντρόφων διαγνωστεί με τη συγκεκριμένη νόσο, πρέπει οπωσδήποτε να κάνει τις απαραίτητες κι ο άλλος, προκειμένου να αποφευχθεί η επαναμόλυνση και η περαιτέρω εξάπλωση. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ακόμα και μετά τη θεραπεία, το άτομο μπορεί να προσβληθεί ξανά.

 

Ενίσχυση του Ανοσοποιητικού Συστήματος

 

Το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην εκδήλωση Έρπητος των γεννητικών οργάνων.  Όταν οι άμυνες του οργανισμού εξασθενούν, το σώμα μας έχει προδιάθεση να εμφανίσει μία σειρά από διάφορα προβλήματα υγείας. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι το  ανοσοποιητικό σύστημα έχει την ικανότητα να κινητοποιεί όλους τους αμυντικούς μηχανισμούς, ώστε να εμποδίσει τον πολλαπλασιασμό του ιού.

 

Όταν όμως το ανοσοποιητικό σύστημα είναι ισχυρό, τότε οποιαδήποτε φλεγμονή καταστέλλεται και σπάνια παρατηρούνται υποτροπές. Επομένως,η ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος είναι φλέγον και ουσιαστικό ζήτημα.

 

Πλέον υπάρχουν εξειδικευμένες εξετάσεις οι οποίες φωτογραφίζουν με ακρίβεια την κατάσταση του ανοσοποιητικού μας συστήματος. Η ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος κάθε ασθενούς, η οποία μπορεί να συστηθεί ακόμη και όταν υπάρχει υποψία μόλυνσης, επιτυγχάνεται με τη χορήγηση μείγματος (blend) μικροθρεπτικών συστατικών, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται άμεσα η ενδυνάμωση της άμυνας του οργανισμού.

 

Επιπλέον φυσικοί τρόποι ενίσχυσης του Ανοσοποιητικού Συστήματος

 

  • Ενδυνάμωση του ανοσοποιητικού μέσα από εξειδικευμένα και εξατομικευμένα πρωτόκολλα θεραπείας.
  • Διάγνωση και καταπολέμηση άλλων φλεγμονών μέσα από εξειδικευμένες εξετάσεις.
  • Υιοθέτηση υγιεινής διατροφής. Με βάση στοιχεία ερευνών, ορισμένες βιταμίνες του συμπλέγματος Β συμβάλλουν στην ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος, όταν πρόκειται για την καταπολέμηση ιού.
  • Αποφυγή του άγχους και χρόνιου stress. Το συναισθηματικό στρες προκαλεί ορμονικές διαταραχές. Τα επίπεδα κορτιζόλης (ορμόνης του stress) αυξάνονται, με αποτέλεσμα η αδρεναλίνη στα επινεφρίδιά μας να εξαντλείται. Τα κύτταρα υφίστανται μεταλλάξεις και το περιβάλλον του γίνεται νοσηρό και ευάλωτο.
  • Διακοπή του καπνίσματος. Το κάπνισμα, όπως έχει αποδειχθεί σε πολλές μελέτες, καταστέλλει την ανοσία κυτταρικού τύπου.
  • Χρειάζεται επαρκής ύπνος, γιατί διαφορετικά μειώνονται τα επίπεδα μελατονίνης. Η μελατονίνη αποτελεί τη βασική ορμόνη η οποία αναστέλλει την ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων. Χωρίς αυτήν, τα καρκινικά κύτταρα αυξάνονται και οι κιρκάδιοι ρυθμοί των επιπέδων ορμονών μας συνθλίβονται.