Υπεριδρωσία – Είδη
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η Υπεριδρωσία διακρίνεται σε δύο τύπους. Στην Πρωτοπαθή και τη Δευτεροπαθή Υπεριδρωσία.
Η πρωτοπαθής είναι ιδιοπαθής και εντοπίζεται κυρίως στις παλάμες, στα πέλματα και τις μασχάλες, εν αντιθέσει με τη Δευτεροπαθή, η οποία προκαλεί υπερβολική έκκριση ιδρώτα σε όλη την επιφάνεια του σώματος και συνδέεται με παράγοντες, όπως είναι τα φάρμακα ή κάποιες ασθένειες και καταστάσεις. Παραδείγματος χάρη, διάφορες αγχώδεις διαταραχές, ορισμένες μορφές καρκίνου, καρδιαγγειακά, ενδοκρινολογικά και ορμονικά προβλήματα μπορούν να πυροδοτήσουν την εμφάνιση της.
Παράλληλα, στην πρωτοπαθή υπεριδρωσία δραστηριοποιείται πολύ το συμπαθητικό νευρικό σύστημα, ενώ στην περίπτωση της δευτεροπαθούς υπεριδρωσίας, η υπερπαραγωγή ιδρώτα οφείλεται σε άλλα αίτια, όπως τα θυρεοειδικά νοσήματα, καθώς και οι διαταραχές του μεταβολισμού και των ορμονών.
Αίτια και συμπτώματα Πρωτοπαθούς Υπεριδρωσίας
Η έναρξη της Πρωτοπαθούς Υπεριδρωσίας σημειώνεται πιο συχνά κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, εντείνεται στην εφηβεία και μπορεί να επιδεινωθεί σε περιόδους έντονου άγχους.
Οφείλεται στην υπερδραστηριότητα του συμπαθητικού νευρικού συστήματος και τις περισσότερες φορές επηρεάζει τα άτομα που εμφανίζουν γενετική προδιάθεση. Έχει αποδειχθεί ότι υφίσταται οικογενειακό ιστορικό στο 40% περίπου των ατόμων που πάσχουν από υπεριδρωσία.
Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Πρωτοπαθούς Υπεριδρωσίας αποτελεί το γεγονός ότι η εφίδρωση εντοπίζεται συμμετρικά και αμφοτερόπλευρη. Προκύπτει ένα επεισόδιο τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα και τα συμπτώματα υποχωρούν κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Αίτια και συμπτώματα Δευτεροπαθούς Υπεριδρωσίας
Αντιθέτως, η δευτεροπαθής υπεριδρωσία είναι γενικευμένη και συναντάται σε μεγάλα τμήματα του σώματος. Ενώ συχνά εκδηλώνεται ακόμη κι όταν το άτομο κοιμάται. Εμφανίζεται σε μεγαλύτερο ποσοστό στους ενήλικες. Η έναρξη της μπορεί να πυροδοτηθεί έπειτα από ένα ατύχημα, κρυολόγημα ή μετά από τη λήψη ορισμένων φαρμάκων.
Παράλληλα, η Δευτεροπαθής Υπεριδρωσία δεν οφείλεται σε κληρονομικούς παράγοντες. Μπορεί να είναι απόρροια μίας υποκείμενης συστηματικής νόσου που οφείλεται σε ενδοκρινικές, μεταβολικές ή άλλες διαταραχές. Όπως είναι ο υπερθυρεοειδισμός, ο διαβήτης, η εμμηνόπαυση, η εγκυμοσύνη, η νόσος του Hodgkin και το Parkinson.
Αρκετές φορές, μάλιστα, η δευτεροπαθής υπεριδρωσία προκαλείται εξαιτίας της αυξημένης κατανάλωσης αλκοόλ, νικοτίνης και καφεΐνης.
Οι επιπτώσεις της Υπεριδρωσίας
Αν και η Υπεριδρωσία δεν εγκυμονεί κινδύνους και δε θεωρείται απειλητική για την ανθρώπινη ζωή, έχει σημαντικό κοινωνικό και ψυχολογικό αντίκτυπο.
Οι νέοι ενήλικες αυτοπεριθωριοποιούνται και αναπτύσσουν κοινωνικές φοβίες. Κυριευόμενοι από αίσθημα αμηχανίας, όταν χρειάζεται να κάνουν χειραψία με ιδρωμένες παλάμες, αποφεύγουν συστηματικά τις κοινωνικές συναναστροφές.
Η αυτοπεποίθηση των ατόμων μειώνεται σημαντικά, λόγω του ότι οι λεκέδες ιδρώτα στα ρούχα είναι εμφανώς ορατοί. Γι’ αυτό, οι ασθενείς με Υπεριδρωσία αναγκάζονται να κάνουν μπάνιο ή να αλλάζουν ρούχα πολύ συχνά, κατά τη διάρκεια της μέρας.
Κάποιοι δυσκολεύονται να συνάψουν ερωτικές σχέσεις, λόγω της κακοσμίας. Σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις Υπεριδρωσίας, δεν αποκλείεται να παρουσιαστούν συμπτώματα κατάθλιψης.
Κάθε σωματική δραστηριότητα αποφεύγεται υπό το φόβο έξαρσης των εκδηλώσεων υπερβολικής εφίδρωσης. Η καφεΐνη, το αλκοόλ και τα πικάντικα φαγητά αφαιρούνται από την καθημερινή διατροφή, καθώς ευθύνονται για την πρόκληση εξάρσεων εφίδρωσης. Ο κοινωνικός περίγυρος μάλιστα, πολλές φορές, εκλαμβάνει τον ιδρώτα ως ένδειξη ανησυχίας και φόβου.
Συνεπώς, η Υπεριδρωσία χρήζει άμεσης θεραπευτικής αντιμετώπισης, καθώς έχει σημαντικές ψυχικές, κοινωνικές και επαγγελματικές προεκτάσεις.
Αντιμετώπιση της Υπεριδρωσίας με Βοτουλινική Τοξίνη (Btx)
Η σύγχρονη και πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση της Υπεριδρωσίας επιτυγχάνεται μέσω της έγχυσης Βοτουλινικής τοξίνης τύπου Α. Με τη συγκεκριμένη μέθοδο θεραπείας διακόπτεται το νευρικό ερέθισμα, που καταλήγει στους ιδρωτοποιούς αδένες και τους δίνει την εντολή να παράγουν ιδρώτα.
Με αυτόν τον τρόπο, αναστέλλεται η ενεργοποίηση των ιδρωτοποιών αδένων. Η συγκεκριμένη θεραπευτική μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί σε περιοχές του σώματος. Όπως τα πέλματα, η μασχάλη και οι παλάμες, αναλόγως του σημείου όπου χρήζει θεραπευτικής αντιμετώπισης και διακρίνεται για το προσιτό κόστος της.